πορτίτσα

πορτίτσα
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.), στην πρώην επαρχία Καρδίτσας του ομώνυμου νομού.
* * *
η, Ν [πόρτα]
υποκορ. πορτούλα, πορτάκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Karditsa — Gemeinde Karditsa Δήμος Καρδίτσας (Καρδίτσα) …   Deutsch Wikipedia

  • θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… …   Dictionary of Greek

  • πορτούλα — η, Ν [πόρτα] υποκορ. μικρή πόρτα, πορτίτσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”